- κλωστοϋφαντήριο(ν)
- το см. χλωστουφαντουργείο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κλωστοϋφαντήριο — το κλωστοϋφαντουργείο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλωστή + υφαντήριο. Η λ., στον λόγιο τ. κλωστοϋφαντήριον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κλωστοϋφαντήριο — το εργαστήριο όπου κλώθουν νήματα και υφαίνουν υφάσματα, κλωστοϋφαντουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλωστοϋφαντουργείο — το κλωστοϋφαντήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υφαντήριο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου υφαίνονται υφάσματα, αίθουσα ύφανσης, κλωστοϋφαντήριο, κλωστοϋφαντουργείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)